- αὐλῶνος
- αὐλώνhollowmasc gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Αὐλῶνος — Αὐλών hollow masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αυλώνος, δήμος — Ονομασία δύο δήμων. 1. Δήμος (5.238 κάτ.) της νομαρχίας Ανατολικής Αττικής που περιλαμβάνει τον ομώνυμο οικισμό. 2. Νέος δήμος (5.379 κάτ.) του νομού Ευβοίας, που συστάθηκε με το σχέδιο Καποδίστριας και αποτελείται από τις πρώην κοινότητες Αγίου… … Dictionary of Greek
Liste der Gemeinden Griechenlands (1997–2010) — Die folgende Tabelle umfasst alle griechischen Gemeinden, die im Zuge des Kapodistrias Programms von 1997 aus knapp 6.000 kleineren kommunalen Einheiten geschaffen wurden und im Zuge des Kallikratis Gesetzes von 2010 zum 1. Januar 2011… … Deutsch Wikipedia
Avlóna (Eubée) — 38° 30′ 00″ N 24° 08′ 00″ E / 38.5, 24.133333 … Wikipédia en Français
Ostattika — Präfekturbezirk Ostattika (1972–2010) Νομαρχία Ανατολικής Αττικής Basisdaten (April 2010)[1] … Deutsch Wikipedia
CAULONIA — apud Soli. c. 2. Notum est, a Philocteta Petiliam constitutam Caudoniam et Terinam a Crotoniensibus, etc. et Marcianum Heracleotam, Ε῎χεται δὲ τούτων πρῶτα μὲν Καυλωνία, Ε᾿κ τȏυ Κρότωνος ἥτις ἐχ᾿ ἀποιχίαν. Α᾿πὸ τȏυ συνεγγὺς κειμέννου τε τῇ πόλει… … Hofmann J. Lexicon universale
VALLIS Illustris — seu Aulon montibus inclusa, Patriarchae Abrahamo habitationem praebuit. Sic enim sedem ipsius, Elon Morch Genes. c. 12. v. 6. et Deuter c. 11. v. 30. Vulgata nuncupat, Vallem Illustrem, et Vallem longe lateque tendentem. Interpr. Samar. Vallem… … Hofmann J. Lexicon universale
κάλαμος — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν γιος του ποταμού Μαιάνδρου και φίλος μίας των Ωρών και του Καρπού, γιου του Ζέφυρου. Όταν κάποια μέρα, ενώ κολυμπούσαν και οι τρεις στα νερά του Μαιάνδρου, ο Καρπός πνίγηκε, ο Κ. ζήτησε από τον πατέρα του vα ακολουθήσει … Dictionary of Greek
κορασίδα — Οικισμός (41 κάτ.) του νομού Ευβοίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αυλώνος. * * * η (Μ κορασίδα και κορασίς, ίδος) 1. νεαρή γυναίκα, κοράσι 2. ακόλουθος, θεραπαινίδα νεοελλ. είδος αχλαδιού με κοκκινωπή φλούδα μσν. κόρη, θυγατέρα. [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek
λοφίσκος — Ονομασία τεσσάρων οικισμών. 1. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 90 μ., 338 κάτ.) του νομού Ευβοίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αυλώνος. Μέχρι το 1954 ονομαζόταν Βούζι. 2. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 460 μ., 399 κάτ.) στην πρώην επαρχία Λαγκαδά του νομού … Dictionary of Greek